- Μορόνι
- η г. Морони
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μορόνι, Τζοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Moroni, Αλμπίνο, Μπέργκαμο 1529 – Μπέργκαμο 1578). Ιταλός ζωγράφος, δημιουργός θρησκευτικών πινάκων, αλλά κυρίως δυνατός προσωπογράφος, ενδιαφερόμενος για την ακριβή απόδοση του χαρακτήρα των μορφών του. Μαζί με τους… … Dictionary of Greek
Μορόνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 293 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινούργιου, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζαρού … Dictionary of Greek
Κομόρες — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία των Κομορών Έκταση: 1.862 τ. χλμ. Πληθυσμός: 614.382 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μορονί (60.200 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της νότιας Αφρικής, στον Ινδικό ωκεανό, που αποτελείται από τρία νησιά.Οι … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
προσωπογραφία — Ζωγραφική απεικόνιση των σωματικών χαρακτηριστικών ενός προσώπου. Η τέχνη της π. απέκτησε με τον καιρό διάφορες σημασίες και ερμηνείες σε στενή συνάφεια με τον πολιτισμό και τις αισθητικές τάσεις της κάθε εποχής. Στη Μεσοποταμία και στην αρχαία… … Dictionary of Greek
Αμβροσιανή Δημοκρατία — (Aurea Republica Ambrosiana).Περίοδος της ιστορίας του Μιλάνου από τις 14 Αυγούστου 1447 έως τις 27 Φεβρουαρίου 1450. Ιδρύθηκε από αριστοκράτες της πόλης (Πιάτι, Λαμπουνιάνι, Μορόνι, Τριβούλτσιο, Μπόσι, Μπορομέο κ.ά.) μετά τον θάνατο του άκληρου… … Dictionary of Greek